-
1 διαθρυλέω
A spread abroad, mostly in [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass., to be commonly reported,διετεθρύλητο ὡς.. X.Mem.1.1.2
; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15.II [voice] Pass., to be talked deaf,διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37
;διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly. 205b
;διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R. 358c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθρυλέω
-
2 καταδολεσχέω
A chatter at, weary by chattering,καταδολεσχήσει ἐπ' ἐμὲ ἡ ψυχή μου LXX La.3.20
; τινος Plu.2.22a;ταῦτα ἴσως -ηδολέσχησά σου Jul.Ep.32
: [tense] pf.- ηδολέσχηκα Plu.2.503b
: abs., PSI5.495.3:— [voice] Pass., [tense] pf. part.κατηδολεσχημένος Suid.
s.v. διατεθρυλημένος τὰ ὦτα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδολεσχέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский